Το ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού αποτελεί έναν τύπο βακτηριδίου που πλήττει το στομάχι ή το δωδεκαδάκτυλο, δηλαδή το πρώτο τμήμα του λεπτού εντέρου. Τα βακτήρια μολύνουν τον προστατευτικό ιστό που καλύπτει το στομάχι. Αυτό οδηγεί στην απελευθέρωση ορισμένων ενζύμων και τοξινών και στην ενεργοποίηση του ανοσοποιητικού συστήματος, το οποίο προσπαθεί να καταπολεμήσει τη λοίμωξη. Συνδυαστικά, αυτοί οι παράγοντες μπορεί να τραυματίσουν άμεσα ή έμμεσα τα κύτταρα του στομάχου ή του δωδεκαδακτύλου.

Το ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού προκαλεί συνήθως χρόνιες λοιμώξεις και συνήθως αποκτάται κατά την παιδική ηλικία. Η πλειοψηφία των ατόμων που παρουσιάζουν τη συγκεκριμένη μορφή λοίμωξης δεν έχει συμπτώματα και δεν θα αναπτύξει ποτέ προβλήματα. Ωστόσο, το ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού είναι ικανό να προκαλέσει μια σειρά από πεπτικά προβλήματα. Η αιτία εκδήλωσης συμπτωμάτων σε ορισμένους ασθενείς και όχι σε όλους δεν είναι ξεκάθαρη. Πιθανόν να οφείλεται σε γενετικούς παράγοντες, οι οποίοι καθιστούν ορισμένους ασθενείς πιο επιρρεπείς στην εκδήλωση συμπτωμάτων από τη λοίμωξη.

Ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού: Αίτια λοίμωξης

Οι ειδικοί στον τομέα της υγείας δεν γνωρίζουν με βεβαιότητα πώς μεταδίδεται η μόλυνση από το ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού. Πιστεύουν ότι τα μικρόβια μπορούν να μεταδοθούν από άτομο σε άτομο με την ανταλλαγή σωματικών υγρών, ιδίως μέσω του στόματος. Το βακτηρίδιο αυτό μεταδίδεται επίσης μέσω μολυσμένων τροφών, ιδίως τροφίμων που δεν έχουν καθαριστεί ή μαγειρευτεί με ασφαλή τρόπο ή νερού που είναι μολυσμένο με το βακτηρίδιο.

Συμπτώματα λοίμωξης από ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού         

Οι περισσότεροι πάσχοντες ενδέχεται να φέρουν το βακτηρίδιο αυτό για χρόνια χωρίς να το γνωρίζουν επειδή δεν παρουσιάζουν κανένα σύμπτωμα. Ωστόσο, ένας αριθμός ασθενών αναπτύσσει πιο σοβαρά συμπτώματα. Ένα από τα πιο κοινά συμπτώματα της λοίμωξης είναι η γαστρίτιδα ή η δωδεκαδακτυλίτιδα, δηλαδή η ανάπτυξη φλεγμονής στην επένδυση του στομάχου ή του δωδεκαδάκτυλου. Παράλληλα, είναι πιθανό να σχηματιστούν πεπτικά έλκη, δηλαδή μικρές πληγές στο βλεννογόνο του στομάχου ή του δωδεκαδακτύλου. Τα συμπτώματα του έλκους συνήθως περιλαμβάνουν πόνο στην κοιλιά, απώλεια βάρους και όρεξης, τυμπανισμό (φούσκωμα), συσσώρευση αερίων, εκδήλωση στομαχικών διαταραχών, ναυτίας ή εμετού.

Ο πόνος που προκαλείται από τη συγκεκριμένη λοίμωξη εντοπίζεται στην άνω κοιλιακή χώρα (επιγάστριο), ενώ παράλληλα εκδηλώνεται αίσθημα πρώιμου κορεσμού μετά από κατανάλωση μικρής ποσότητας φαγητού. Τα κόπρανα μπορούν να αποκτήσουν μαύρο χρώμα σε περίπτωση που υφίσταται πεπτικό έλκος που αιμορραγεί, ενώ οι ασθενείς αισθάνονται εύκολα κόπωση. Το ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού σε σπάνιες περιπτώσεις μπορεί να προκαλέσει απειλητικές για την ζωή καταστάσεις, όπως το γαστρικό λέμφωμα και το γαστρικό καρκίνωμα, οδηγώντας σε καρκίνο του στομάχου.

Διάγνωση ελικοβακτηριδίου του πυλωρού

Η λοίμωξη από ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού διαγιγνώσκεται τόσο με επεμβατικές όσο και με μη επεμβατικές μεθόδους. Οι μη επεμβατικές μέθοδοι περιλαμβάνουν αιματολογικές εξετάσεις, οι οποίες περιλαμβάνουν την ανίχνευση αντισωμάτων IgG έναντι του ελικοβακτηριδίου σε δείγματα ορού. Αν οι εξετάσεις βγουν θετικές, τότε ενδείκνυται πρόσθετος έλεγχος ώστε να εξακριβωθεί η λοίμωξη από ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού. Στις μη επεμβατικές μεθόδους συγκαταλέγεται το τεστ αντιγόνων του ελικοβακτηριδίου του πυλωρού στα κόπρανα και το τεστ αναπνοής ή αλλιώς ο έλεγχος ουρίας αναπνοής.

Οι επεμβατικές μέθοδοι για την ανίχνευση του βακτηριδίου περιλαμβάνουν τη γαστροσκόπηση με ταυτόχρονη λήψη δείγματος γαστρικού ιστού, το οποίο αποστέλλεται για βιοψία. Η λήψη γαστρικού ιστού και η εξέτασή του μέσω βιοψίας επιτρέπει την ανίχνευση του βακτηριδίου. Έπειτα πραγματοποιείται καλλιέργεια, όπου το θετικό αποτέλεσμα επιβεβαιώνει την ύπαρξη του ελικοβακτηριδίου. Εάν ο ασθενής παρουσιάζει συμπτώματα της λοίμωξης ή έχει οικογενειακό ιστορικό καρκίνου στομάχου, είναι σημαντικό να υποβληθεί σε διαγνωστικές εξετάσεις για την ανίχνευση του βακτηριδίου.

Θεραπεία ελικοβακτηριδίου του πυλωρού

Η θεραπεία για τη λοίμωξη από το ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού πραγματοποιείται με τη χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής, η οποία περιλαμβάνει αντιβιοτικά και φάρμακα που αναστέλλουν την έκκριση οξέος από το στομάχι. Η περίοδος λήψης των αντιβιοτικών ανέρχεται σε 10-14 ημέρες. Όταν παρέλθουν 6-8 εβδομάδες μετά την αγωγή, ο ασθενής καλείται να υποβληθεί σε επαναληπτικές εξετάσεις ώστε να διαπιστωθεί αν η θεραπεία ήταν επιτυχής. Οι εξετάσεις που πραγματοποιούνται σε αυτή την περίπτωση είναι το τεστ αναπνοής και το τεστ αντιγόνου στα κόπρανα. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, το ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού εκριζώνεται με την πρώτη θεραπεία. Ωστόσο, αν ο οργανισμός του ασθενούς έχει αποκτήσει ανοχή στα χορηγούμενα αντιβιοτικά, ακολουθείται δεύτερος κύκλος θεραπείας με διαφορετικό σχήμα αντιβιοτικών.